- ραβίνος
- Γράφεται σε παλαιότερα κείμενα ραββίνος (από το εβραϊκό ραβ, ραβί και στα βιβλικά κείμενα ραββί = διδάσκαλος). Στον ιουδαϊσμό, ο ειδικευμένος στα θέματα του θρησκευτικού νόμου και της παράδοσης, η αυθεντία του οποίου ανάγεται στον Μωυσή. Ο τίτλος αποδιδόταν με τελετή θρησκευτικού χαρακτήρα, τη σεμιχά ή επίθεση των χεριών, που περιήλθε σε αχρησία όταν την απαγόρευσαν οι Ρωμαίοι, το 135 μ.Χ.
Ο φαρισαϊκός νόμος απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στους ρ., οι οποίοι, αν και δεν είχαν ιερατικά προνόμια, αντικαθιστούσαν τους ιερείς με την ιδιότητα των πνευματικών οδηγών του λαού. Από τις αρχές του περασμένου αι. η προετοιμασία των ρ. γινόταν στις ταλμουδικές ακαδημίες (γιεσιβώθ), όπου η μόρφωση των μαθητών ήταν αποκλειστικά θρησκευτική· αργότερα ιδρύθηκαν τα ραβινικά κολέγια, όπου οι μαθητές αποκτούσαν σοβαρή θρησκευτική προπαρασκευή υπό το πνεύμα της σύγχρονης παιδείας. Κατά την αρχαιότητα ο ρ. ασκούσε το λειτούργημά του χωρίς ανταμοιβή, γι’ αυτό και έπρεπε να αφιερώνει μεγάλο μέρος του χρόνου του σε άλλες δραστηριότητες. Σήμερα ο Ρ., αν και δεν έχει καμιά ιεραρχική θέση, διατηρεί μεγάλο γόητρο στην εβραϊκή κοινότητα.
* * *ο, Νβλ. ραββίνος.
Dictionary of Greek. 2013.